ενοικιαστής

ενοικιαστής
[эникиастис] ουσ. а. съёмщик, арендатор,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ενοικιαστής" в других словарях:

  • ενοικιαστής — ο (θηλ. ενοικιάστρια) αυτός που χρησιμοποιεί κάτι με ενοίκιο, ο μισθωτής, ο νοικάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενοικιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Χρ. Ρουσόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • ενοικιαστής — ο θηλ. άστρια που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με ενοίκιο, μισθωτής, νοικάρης, νοικάτορας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ένοικος — η, ο (AM ἔνοικος, ον) [οίκος] μσν. νεοελλ. 1. αυτός που μένει σ ένα οίκημα 2. ενοικιαστής αρχ. 1. αυτός που κατοικεί μέσα, κάτοικος 2. αυτός που παραμένει σ έναν τόπο 3. παθ. αυτός που κατοικείται («Παλλάδος ἔνοικα μέλαθρα», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • αναμισθωτής — ο [αναμισθώνω] αυτός που κάνει αναμίσθωση*, είτε ως ιδιοκτήτης είτε ως ενοικιαστής …   Dictionary of Greek

  • δεκατώνης — δεκατώνης, ο (Α) ο ενοικιαστής τού φόρου τής δεκάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκάτη + ώνης < ωνούμαι «αγοράζω» (πρβλ. ισχαδώνης, σιτώνης)] …   Dictionary of Greek

  • δημοσιώνης — δημοσιώνης, ο (Α) (κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους) ο ενοικιαστής τών δημόσιων προσόδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δημόσιος + ωνούμαι «αγοράζω»] …   Dictionary of Greek

  • εκμισθώνω — και εκμισθώ ( όω) (AM ἐκμισθῶ) παραχωρώ για χρήση περιουσιακό στοιχείο με μίσθωση, νοικιάζω αρχ. ἐκμισθοῡμαι παίρνω με μίσθωση, νοικιάζω ως ενοικιαστής …   Dictionary of Greek

  • εννοικάτορας — ἐν(ν)οικάτορας και νοικάτορας, ο (Μ) [ενοικήτωρ > ενοικάτωρ] 1. αυτός που κατοικεί κοντά σε κάποιον 2. ενοικιαστής …   Dictionary of Greek

  • ενοικάτορας — και νοικάτορας, ο (Μ ἐν(ν)οικάτορας και νοικάτορας) 1. αυτός που κατοικεί κοντά σε κάποιον 2. ενοικιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το ουσ. ενοικήτωρ «κάτοικος» < εν + οικήτωρ] …   Dictionary of Greek

  • ενοικιάζω — και νοικιάζω (Μ ἐνοικιάζω και νοικιάζω [ενοίκιον] 1. παρέχω ως ιδιοκτήτης κάτι με ενοίκιο, εκμισθώνω 2. παίρνω ως ενοικιαστής κάτι με ενοίκιο, μισθώνω 3. (για τα ενοικιαζόμενα) παρέχομαι, δίνομαι σε κάποιον με ενοίκιο …   Dictionary of Greek

  • ενοικιαστήριος — α, ο 1. αυτός που αναφέρεται στην ενοικίαση 2. το ουδ. ως ουσ. το ενοικιαστήριο α) συμβόλαιο ή συμφωνητικό μισθώσεως β) έγγραφη αγγελία σε εφημερίδα ή σε εμφανές σημείο τού ακινήτου με την οποία ανακοινώνεται η ύπαρξη διαθέσιμου ακινήτου για… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»